ταγματικος

ταγματικος
    ταγματικός
    ταγμᾰτικός
    3
    воинский
    

(ἐπιφοραί Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ταγματικος" в других словарях:

  • ταγματικός — ή, όν, Α [τάγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τάγμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταγματικός λεγεωνάριος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταγματικόν τάγμα …   Dictionary of Greek

  • ταγματικῶν — ταγματικός of fem gen pl ταγματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγματικούς — ταγματικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγματικάς — ταγματικά̱ς , ταγματικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»